Το βιβλίο
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται για κάποια στιγμή στο προσκήνιο και ένας συνεπώνυμος μου Βασιλειάδης (σ. 261) ως νομικός αντιπρόσωπος κάποιου Λάκη Ασημακόπουλου. Με τον εν λόγω νομικό, λόγω του ρόλου και ήθους του στο μυθιστόρημα, δεν θα ήθελα να έχω καμιά σχέση. Καμιά!
Ο Ορέστης και η Μαριάννα, ξεκινάνε το ταξίδι της ζωής με πολλά όνειρα και μεγάλα σχέδια τη δεκαετία του 1960. Το ταξίδι περνά από την Αθήνα, συνεχίζει στη Νέα Υόρκη, επιστρέφει στην Αθήνα και καταλήγει πάλι στον Έβρο. Θα συμφωνήσω ότι πρόκειται για ένα «έργο πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, ενδιαφέρον, ερωτικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό, ταξιδιωτικό και πρωτότυπο, μια εν μέρει πραγματεία, που με την αμεσότητα της γλώσσας υπηρετεί έναν ρεαλισμό ως μια απόπειρα καταγραφής του αληθινού ρυθμού της ζωής!»[1]
Παράλληλα, αναπτύσσεται η ανθρώπινη πλοκή με τα μαθητικά χρόνια του Ορέστη, την επιτηρήτρια του που, ως «τροχονόμος ζωής», του στέρησε την είσοδο του στην Νομική, προβάλλοντας το διαχρονικά αντεκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας, το τυφλό σύστημα της αναξιοκρατίας, της αυθαιρεσίας, του αδιεξόδου, της φυγής. Στη συνέχεια εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές σε μια σειρά από δαιδαλώδη (χρηματο-οικονομικο-πολιτικό-εκδοτικό-δικαστικά) συστήματα, τα οποία αν και πάσχουν διαχρονικά από συστημική σηψαιμία, διακυβεύουν (ρισκάρουν) εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις απαξιώνοντας αρχές και αξίες και στερώντας κάθε είδους σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη και στις αξίες της.
Δραματική, και συνταρακτική συνάμα, σκηνή στο βιβλίο είναι ο αναπάντεχος χαμός του Αλέξανδρου, γόνου του Ορέστη και της ιρλανδής συντρόφου του, της Walch, με παρεμβολή σημαντικών μηνυμάτων για τη ζωή και την αξία της.Μπορεί ο θάνατος του παιδιού σου να σε οδηγεί στα άκρα, στην αυτοχειρία; Ποιο είναι το μήνυμα ζωής που ξεπηδά σε τέτοιες στιγμές; Εξομολογείται ο Ορέστης: «Ο πόνος ήταν αφόρητος. Το μέτρο και η αξία της ζωής δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ένταση με την οποία τη βιώνεις. Οι εμπειρίες της. Μπορεί να ζήσεις μια μακριά ζωή χωρίς εντάσεις. Όμως αν ζήσεις έντονα μια στιγμή της ίσως να αξίζει δέκα ζωές. … Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πηδήξω στο κενό όταν ξαφνικά ένα περιστέρι ήρθε κι άρχισε να περπατάει μπροστά μου πάνω στα σιδερένια κάγκελα ανήσυχο. Ύστερα ήρθε πιο κοντά και βάλθηκε να με κοιτά επίμονα. Προσπάθησα να το διώξω. Δεν ήθελα μάρτυρες σε αυτή τη στιγμή της απόλυτης αδυναμίας μου. Όμως αυτό δεν έλεγε να φύγει.» (σ. 150). Άραγε η αυτοχειρία διεπράχθη;
«Όμως», θα συμφωνήσω ό,τι «αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον θάνατο, είναι ένα βιβλίο για τη ζωή, μπολιασμένο από την εμπειρία, τις γνώσεις και την σοφία του συγγραφέα. Η δικαιοσύνη, η ακεραιότητα, η τιμή, η πίστη, η υπομονή, παλεύουν με τη ματαιοδοξία, την απληστία και την δολιότητα, σε μία μάχη που διαδραματίζεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο.»[2]
Και πως διαμορφώνεται ο επίλογος; «Ο Ορέστης με τη Μαριάννα, απογοητευμένοι από την Ελλάδα, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μονίμως στη Νέα Υόρκη. … Είχαν περάσει πλέον πέντε χρόνια από τη δίκη και … προγραμμάτισαν … τις καλοκαιρινές τους διακοπές. … αφού έμειναν για λίγες μέρες στην Αθήνα, αναχώρησαν για διακοπές στη Σαντορίνη. … Η υπάλληλος, που έκανε τον έλεγχο των εισιτηρίων είπε στον Ορέστη να περιμένει μια στιγμή, λόγω εμπλοκής στο σύστημα. … Σε λίγα λεπτά, εμφανίστηκαν τρείς αστυνομικοί, οι οποίοι με συνοπτικές διαδικασίες συνέλαβαν τον Ορέστη και του πέρασαν χειροπέδες! … Άμα σε στοχεύσει το σύστημα, δε τη γλυτώνεις. … Ένα ασθενοφόρο το παρέλαβε λιπόθυμο. …»(σ. 316-324)
Επήλθε άραγε ο θάνατος ή ήταν απλά μια ψευδαίσθηση του Χάροντα; Ας δούμε πως εκτυλίσσεται η ιστορία.«Στην άκρη του ποταμού, περίμενε ένας βαρκάρης, που του έκανε νεύμα ν’ ανέβει γρήγορα γιατί είχε κι άλλα δρομολόγια να κάνει. Στη βάρκα δεν ήξερε αν ήταν μόνος ή είχε παρέα. Άκουγε κάτι αναστεναγμούς, αλλά ούτε έβλεπε, ούτε ένιωθε κανέναν δίπλα του. Και τον βαρκάρη μια τον έβλεπε, μια τον έχανε. Ο ποταμός ήταν φαρδύς και τα νερά του λάδι. … Πλησίασαν σ΄ ένα μεγάλο θόλο, λουσμένο από ένα θεσπέσιο άσπρο φώς που ερχόταν από πολλούς λαμπρούς ήλιους … Τώρα πια δεν ακουγόταν τίποτα. … Κοιτούσε, δεξιά κι αριστερά, αλλά δεν έβλεπε κανένα γύρο του παρά μόνο τις έντονες εναλλαγές του φωτός με το σκότος. Ταξίδευε μόνος τους, αλλά ούτε φόβο, ούτε τρόμο, ούτε αγωνία αισθάνονταν... ‘Τι είναι όλα αυτά τα φώτα που λαμπυρίζουν’, αναρωτήθηκε. ‘Είναι οι ψυχές των ανθρώπων που εγκατέλειψαν την πρόσκαιρη ματαιότητα της γης και ταξιδεύουν στο αχανές άπειρο, μέχρι να επανέλθουν…’, του αποκρίθηκε μελωδικά μια απροσδιόριστη φωνή. … ‘Μπορώ να επικοινωνήσω μ’ εκείνους που αγαπούσα;’ Η φωνή σώπασε και δεν ανταποκρινόταν. Ξαναρώτησε, αλλά τίποτα. … ‘Στους ανθρώπους π’ αγαπάμε και νοιαζόμαστε, εμφανιζόμαστε στα όνειρά τους και προλέγουμε…. ‘». Άνοιξε τα μάτια ο Ορέστης και είδε τη Μαριάννα. Του «… Χαμογέλασε συγκαταβατικά, με μια έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο» και του είπε: «Άστο! Όνειρο ήτανε! Όνειρο….’…» (σ. 459-460)
Προοίμιο, αντί Επιλόγου
* Ο Δρ Χαράλαμπος Βασιλειάδης είναι Πολιτικός Μηχανικός-Περιβαλλοντολόγος και Πρόεδρος του Ιδρύματος "Παναγία Σουμελά", ΗΠΑ
To κείμενο αυτό ήταν η εισήγησή του κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου στη Νέα Υόρκη, στις 8 Απριλίου 2013
1. από την κριτική της Αννας Δεληγιάννη- Τσιουλπά
2. από την κριτική της Μαριάννας Νάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.